Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2020

Η 6η και η 7η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (Μάρτης 1956 και Φλεβάρης 1957)

Στις 14-25 Φλεβάρη 1956 πραγματοποιήθηκε στη Μόσχα το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ. Το 20ό Συνέδριο, στο πλαίσιο της δεξιάς οπορτουνιστικής στροφής που επέφερε βαριές και μακρόχρονες αρνητικές επιπτώσεις για ολόκληρο το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα (ΔΚΚ), καταδίκασε «την προσωπολατρία του Στάλιν και τις συνέπειές της», ρίχνοντας στα αζήτητα τα επιτεύγματα από την πορεία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, που πραγματοποίησαν το Κόμμα και ο σοβιετικός λαός με την ηγεσία του Ι. Β. Στάλιν. Ταυτόχρονα, το 20ό Συνέδριο διατήρησε όσα αρνητικά χαρακτήριζαν αυτή την πορεία, πρωταρχικά τη στρατηγική του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, πριν και στη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού Πολέμου, καθώς και μετά απ' αυτόν.
Ενα μήνα αργότερα (11-12 Μάρτη 1956), συνήλθε στο Βουκουρέστι η 6η Πλατιά Ολομέλεια της ΚΕ και της ΚΕΕ του ΚΚΕ, οργανωμένη από τις ηγεσίες έξι κομμάτων (ΚΚΣΕ, Ρουμάνικο Εργατικό Κόμμα, Βουλγαρικό ΚΚ, Ουγγρικό Κόμμα Εργαζομένων, Πολωνικό Ενοποιημένο Εργατικό Κόμμα και ΚΚ Τσεχοσλοβακίας).
Η συγκρότηση της Διεθνούς Επιτροπής, με το ιδιαίτερο πολιτικό βάρος που της προσέδιδε η συμμετοχή σε αυτήν έξι κομμάτων εξουσίας, αποτελούσε το πιο ισχυρό αντίβαρο προκειμένου να αποκτήσει το απαραίτητο κύρος η επιχείρηση καθαίρεσης της ηγεσίας του ΚΚΕ. Γιατί, παρά την εναντίον της επίθεση και μάλιστα από δυνάμεις του ΚΚΣΕ, η ηγεσία του ΚΚΕ, ιδιαίτερα στην πολιτική προσφυγιά, έχαιρε της εμπιστοσύνης του κομματικού δυναμικού. Οι κομματικές δυνάμεις είχαν συσπειρωθεί ακόμα περισσότερο με τη Γ' Συνδιάσκεψη του Κόμματος (10-14 Οκτώβρη 1950), που αποτελούσε ένα τείχος απέναντι στην οπορτουνιστική πλατφόρμα και τη συκοφαντία.

Στην ανακοίνωση, που διατύπωσε η Διεθνής Επιτροπή των έξι Κομμάτων και υιοθετήθηκε από την 6η Ολομέλεια, αναφέρεται ότι ο Ν. Ζαχαριάδης ήταν υπαίτιος για τη βαριά κρίση στην οποία βρέθηκε το ΚΚΕ (αν και υπήρχε εσωκομματική διαπάλη με τον οπορτουνισμό, πήρε το χαρακτήρα κρίσης στις Οργανώσεις της Τασκένδης με παρέμβαση των Σοβιετικών κομματικών και κρατικών στελεχών, σε συνεργασία με στελέχη στην καθοδήγηση του ΚΚΕ, Κολιγιάννης κ.ά). Επίσης αναφέρεται ότι το ΚΚΕ δεν είχε καθαρό μαρξιστικό - λενινιστικό Πρόγραμμα. Εννοούσαν την αλλαγή που είχε επιφέρει στη στρατηγική του Κόμματος ο Ν. Ζαχαριάδης το 1949, με την οποία παρέκαμπτε το αστικοδημοκρατικό στάδιο από τη στρατηγική του Κόμματος (ωστόσο η αλήθεια είναι ότι το ΚΚΕ, χωρίς να απαλλάσσεται από τη δική του ευθύνη, είχε κατά βάση Πρόγραμμα που συμβάδιζε με τη στρατηγική του ΔΚΚ). Ακόμα, προβλήθηκαν το τιποτένιο επιχείρημα της «προσωπολατρίας» και η πρόκληση «ανώμαλου εσωκομματικού καθεστώτος», που πρώτος υπεύθυνος θεωρούνταν ο Ν. Ζαχαριάδης (στην πραγματικότητα η ηγεσία του ΚΚΣΕ και στελέχη του ΚΚΕ, που επίσης διαφωνούσαν με τον ένοπλο αγώνα του ΔΣΕ, υπονόμευαν τον Ν. Ζαχαριάδη με απαράδεκτες και αβάσιμες κατηγορίες).
Ενα χρόνο μετά από την 6η, συνήλθε η 7η Πλατιά Ολομέλεια της ΚΕ και της ΚΕΕ του ΚΚΕ (18-24 Φλεβάρη 1957). Η 7η Ολομέλεια συνέχισε και ολοκλήρωσε το έργο της 6ης, η οποία είχε καθαιρέσει τον Ζαχαριάδη από ΓΓ της ΚΕ και από μέλος του ΠΓ. Με τη σειρά της, η 7η τον καθαίρεσε και από την ΚΕ και τον διέγραψε από μέλος του Κόμματος ως «στοιχείο αντικομματικό, φραξιονιστικό, αντιδιεθνιστικό, εχθρικό», ενώ αποφάσισε τη διερεύνηση όλης της ζωής του Ζαχαριάδη. Επί της ουσίας, επανέφερε σε βάρος του το ατιμωτικό - συκοφαντικό στίγμα του πράκτορα της Ιντέλιτζενς Σέρβις, που ο Μ. Βαφειάδης είχε εκτοξεύσει από το 1948 και που το εξέταζε η ηγεσία του ΚΚΣΕ.
Επομένως, όταν τόσο κρίσιμα ζητήματα προϋπήρχαν του 1956, ήταν αναμενόμενο μετά από αυτό να πάρουν τη μορφή τερατογένεσης. Ωστόσο η 6η και η 7η Ολομέλεια αποτέλεσαν απλώς τις τελευταίες πράξεις ενός δράματος που χρονολογούνταν τουλάχιστον από το 1945, δηλαδή πάνω από μια δεκαετία πριν από τις εξελίξεις του 1956 και του 1957, ενώ οι κατηγορίες έφτασαν μέχρι και τα χρόνια της 4ης Αυγούστου (1936 - 1941).
Στις 25-27 Ιούνη 1945 συνήλθε η 12η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ. Στη 12η Ολομέλεια ο Ν. Ζαχαριάδης διατύπωσε τη στρατηγικής σημασίας γραμμή των δύο πόλων (ο ένας, ο μεσογειακός, ήταν η Αγγλία και ο δεύτερος ο ευρωπαϊκός - βαλκανικός που είχε κέντρο τη Σοβιετική Ενωση). Επρόκειτο για θέση που διαμόρφωνε πολιτική ίσων αποστάσεων από την Αγγλία και τις ΕΣΣΔ - Βουλγαρία - Γιουγκοσλαβία - Αλβανία. Ο ίδιος ο Ζαχαριάδης δεν αιτιολόγησε ποτέ πειστικά αυτήν την καινοφανή τοποθέτηση, σε μια στιγμή μάλιστα που ήταν νωπές οι δάφνες της Σοβιετικής Ενωσης για το θρίαμβό της επί του φασισμού - ναζισμού. Και βέβαια, αυτή η θέση για τους δύο πόλους δεν έμεινε έξω από το κατηγορητήριο της Διεθνούς Επιτροπής των έξι Κομμάτων και των δύο Ολομελειών της ΚΕ, ως θέση αντισοβιετική.
Κρίσιμος σταθμός για το ΚΚΕ ήταν το 7ο Συνέδριό του (1-6 Οκτώβρη 1945). Τότε υπήρξε η τελευταία μεγάλη ευκαιρία το Κόμμα να εκτιμήσει αντικειμενικά την εξέλιξη του συσχετισμού δυνάμεων της ταξικής πάλης, τα λάθη στρατηγικής, και στη βάση των συμπερασμάτων να σχεδιάσει πιο αποφασιστικά την πάλη του ενάντια στην αστική εξουσία. Ωστόσο, το 7ο Συνέδριο δεν μπόρεσε να βγάλει τα αναγκαία συμπεράσματα από την αρνητική έκβαση που είχε ο ΕΑΜικός αγώνας όσον αφορά το θέμα της εξουσίας. Δέχτηκε ότι ήταν σωστή η πολιτική του Κόμματος την περίοδο της Κατοχής και του Δεκέμβρη 1944. Απλώς, όπως και η 12η Ολομέλεια του 1945, σημείωσε «μικρολάθη» που έγιναν στη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα. Σε αυτήν τη βάση αποδέχτηκε ως σωστές τις Συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας καθώς και της Βάρκιζας.
Οπως προκύπτει εκ των υστέρων, ο Ζαχαριάδης, αν και δεν συμφωνούσε με όλα όσα έγιναν όταν απουσίαζε από την Ελλάδα, όντας έγκλειστος στο Νταχάου, προχώρησε σε έναν πελώριο συμβιβασμό, ο οποίος εκφράστηκε και στη σύνθεση του ΠΓ και της ΚΕ που εκλέχθηκε απ' το 7ο Συνέδριο. Ετσι, βρέθηκε εγκλωβισμένος και δεν θέλησε (ή εκτίμησε ότι δεν μπορούσε) να υπερβεί με επαναστατική αποφασιστικότητα την πράγματι δύσκολη κατάσταση που είχαν διαμορφώσει δύο παράγοντες: Από τη μια, η αποδεδειγμένη ανεπάρκεια της ΚΕ του ΚΚΕ των χρόνων 1941-1945. Από την άλλη, το γεγονός ότι βασικές επιλογές αυτής της καθοδήγησης είχαν γίνει με υπόδειξη του ΚΚ της ΕΣΣΔ (π.χ. η συγκρότηση κοινού Αρχηγείου Ανταρτών στην Κατοχή) και άλλες είχαν την εκ των υστέρων έγκριση του ΚΚ της Σοβιετικής Ενωσης (π.χ. η Συμφωνία του Λιβάνου). Σύμφωνα με την τότε στρατηγική του ΔΚΚ, το ΚΚΕ όφειλε, στο όνομα του προλεταριακού διεθνισμού και του διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων, να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο των ΚΚ Γαλλίας, Ιταλίας και πολλών άλλων. Δηλαδή, να αποδεχτεί τη συνέχιση της καπιταλιστικής κυριαρχίας και να αγωνιστεί στο πλαίσιό της με κοινοβουλευτικές μεθόδους. Βρισκόταν έξω από την οπτική του ΚΚΣΕ η δυναμική που περιέκλειε για την αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων και για την υπεράσπιση της ΕΣΣΔ η ανάπτυξη της πάλης για την εργατική εξουσία σε σειρά καπιταλιστικών κρατών.
Ολα τα γεγονότα δείχνουν ότι ο Ζαχαριάδης επιχείρησε να περάσει μέσα από Συμπληγάδες, αντί να τις παρακάμψει. Από τη μια αποδέχτηκε την πολιτική της Κατοχής και, από την άλλη, προσπάθησε να την ανατρέψει σιγά - σιγά στην πράξη, γεγονός που οδηγούσε εκ των πραγμάτων και στην απώλεια πολύτιμου χρόνου και στην αύξηση της ιδεολογικής - πολιτικής σύγχυσης. Η τελευταία είχε ήδη πυροδοτηθεί στο 7ο Συνέδριο. Σε αυτό έγινε η πρώτη σύγκρουση με τον Δ. Παρτσαλίδη, αφού τέθηκαν καθαρά δύο γραμμές όσον αφορά τη μορφή πάλης: Αυτή του ειρηνικού (κοινοβουλευτικού) δρόμου, από τον Παρτσαλίδη, και η άλλη του ένοπλου αγώνα, από τον Ζαχαριάδη. Ο Ζαχαριάδης σωστά θεωρούσε οπορτουνιστικό τον λεγόμενο ειρηνικό δρόμο, την υποταγή των αγωνιστών του ΚΚΕ και του ΕΑΜ στους σφαγείς τους.
Μια σειρά από στοιχεία δείχνουν ότι ο ίδιος και άλλα κομματικά στελέχη προσανατολίζονταν απ' το τέλος του 1945 στο στόχο να καταστρωθεί σχεδιασμός μιας γενικευμένης ένοπλης εξέγερσης. Επρόκειτο για εγχείρημα που σκόνταφτε στην έλλειψη ιδεολογικής - πολιτικής ενότητας στο καθοδηγητικό όργανο του ΚΚΕ και στη βεβαιωμένη άρνηση της ηγεσίας του ΚΚΣΕ για ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Αποκορύφωμα της άρνησης ήταν η θέση που υπέδειξε για συμμετοχή του ΚΚΕ στις εκλογές του 1946, την ίδια ώρα που χιλιάδες αγωνιστές του ΚΚΕ, του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ, της ΟΠΛΑ είχαν καταφύγει κυνηγημένοι στο Μπούλκες (Γιουγκοσλαβία), οι συμμορίες των Μαγγανάδων - Σουρλαίων και λοιπών αιματοκυλούσαν τον άμαχο πληθυσμό και μερικές χιλιάδες καταδιωκόμενοι είχαν βγει στα βουνά, ενώ οι συλληφθέντες ΕΑΜίτες - ΕΠΟΝίτες ανέρχονταν σε δεκάδες χιλιάδες.
Ο Ν. Ζαχαριάδης προσπάθησε να αντιμετωπίσει την παραπάνω κατάσταση προσφεύγοντας σε μια πρακτική, που ήταν και λαθεμένη και κάποτε ανορθόδοξη για τη λειτουργία ενός Κομμουνιστικού Κόμματος.
Πρώτον, δεν έθεσε το ζήτημα της γενικευμένης ένοπλης πάλης ανοιχτά και παστρικά στο ΠΓ και στην ΚΕ, με το επιχείρημα ότι δεν εμπιστευόταν τον Σιάντο, που σημειωτέον ως Γραμματέας της ΚΕ υπήρξε από τους πιο αυθεντικούς εκφραστές της πολιτικής του ΔΚΚ στη διάρκεια της Κατοχής.
Δεύτερον, σωστά τάχθηκε υπέρ της αποχής από τις εκλογές του 1946 (κόντρα στη θέση του ΚΚΣΕ), έχοντας ωστόσο εγκαταλείψει το σχέδιο γενίκευσης της ένοπλης εξέγερσης μέσα στο 1946.
Τρίτο σε σειρά, αλλά πρώτο σε σημασία: Δεν προχώρησε σε διόρθωση της στρατηγικής του ΚΚΕ, για να τεθεί σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης ο στόχος της πάλης για την εργατική εξουσία και να οργανωθεί άμεσα η αντίστοιχη πάλη.
Ετσι, όταν πάρθηκε η απόφαση γενικευμένης ένοπλης εξέγερσης (από το ΠΓ τον Φλεβάρη 1947 και επίσημα από την 3η Ολομέλεια τον Σεπτέμβρη 1947), ο εσωτερικός συσχετισμός δυνάμεων είχε χειροτερεύσει αποφασιστικά.
Μετά από τη συντεταγμένη υποχώρηση του ΔΣΕ (τέλος Αυγούστου 1949), οξύνθηκαν ακόμα περισσότερο οι σχέσεις ανάμεσα στις ηγεσίες του ΚΚΕ και του ΚΚΣΕ. Αιτία δεν ήταν μόνο η διαφορετική εκτίμηση για την κατάσταση στην Ελλάδα (ο Ν. Ζαχαριάδης λαθεμένα θεωρούσε ότι συνεχίζονταν οι επαναστατικές συνθήκες), αλλά και ότι η κατηγορία, που του είχε απευθύνει ο Βαφειάδης, δεν ξεκαθαριζόταν από το ΚΚΣΕ για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ετσι, όταν πραγματοποιήθηκε το 19ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ (5-14 Οκτώβρη 1952), ο Ζαχαριάδης αρνήθηκε να πάρει μέρος στην αντιπροσωπεία που θα πήγαινε προσκαλεσμένη. Πήγε, μόνο μετά από την Απόφαση του ΠΓ που τον υποχρέωνε να συμμετάσχει.
Η αντιπαράθεση συνεχίστηκε και μετά από την 4η Πλατιά Ολομέλεια της ΚΕ και της ΚΕΕ του ΚΚΕ (12-14 Δεκέμβρη 1953), που οι Θέσεις της δόθηκαν το 1954 στην ΚΕ του ΚΚΣΕ, αφού πρώτα δημοσιοποιήθηκαν στο περιοδικό «Νέος Κόσμος». Το Σχέδιο Προγράμματος που ενέκρινε η Ολομέλεια επαναλάμβανε τη θέση του 1949, ότι η Λαϊκή Εξουσία που θα εγκαθιδρυόταν θα εκτελούσε λειτουργίες της δικτατορίας του προλεταριάτου. Το ΚΚΣΕ εκτίμησε το Σχέδιο ως σεχταριστικό και το απέρριψε, ενώ στη συνέχεια η ηγεσία του ΚΚΕ το απέσυρε. Ακολούθησαν τα γεγονότα της Τασκένδης και η αντίδραση της 5ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ (26-28 Δεκέμβρη 1955), που στρεφόταν τόσο κατά στελεχών του Κόμματος (π.χ. Κολιγιάννη), όσο και κατά στελεχών του ΚΚΣΕ. Λίγο καιρό αργότερα συγκλήθηκε το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ. Η τύχη του ΚΚΕ και του Ν. Ζαχαριάδη είχε κριθεί.
Η συγκρότηση της Διεθνούς Επιτροπής των έξι Κομμάτων πραγματοποιήθηκε ενώ διαρκούσαν οι εργασίες του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ. Με προειλημμένη απόφαση η Διεθνής Επιτροπή έσυρε τον Ζαχαριάδη ενώπιόν της και τον ανέκρινε με βάση το κατηγορητήριο που είχε συνταχθεί. Ο «νέος άνεμος», που έπνευσε απ' το 20ό Συνέδριο, έπρεπε να σαρώσει κάθε αγωνιστική υπόσταση που ερχόταν σε αντίθεση με τον «ειρηνικό δρόμο προς το σοσιαλισμό» και πρόβαλλε «τον μαξιμαλιστικό και σεχταριστικό» στόχο της πάλης για το σοσιαλισμό.
Από τις πιο χαρακτηριστικές αντιφάσεις της 6ης Ολομέλειας ήταν το ότι, εμμένοντας στη συμμετοχή του ΚΚΕ στις εκλογές του 1946, επέκρινε ταυτόχρονα τον Ζαχαριάδη ότι καθυστέρησε επί 15 μήνες την έναρξη του ένοπλου αγώνα, τη στιγμή μάλιστα που και τα έξι Κόμματα το 1946 δεν υποστήριζαν τη γενικευμένη διεξαγωγή του, αλλά τον έβλεπαν ως επικουρικό μέσο πίεσης! Μόνο όταν το ΚΚΕ πήρε την απόφαση να γενικευτεί, τον υποστήριξαν.
Ωστόσο, έχοντας η πολιτική του ΚΚΕ αντιφάσεις (στόχος η δικτατορία του προλεταριάτου αλλά και συνεργασία του Κόμματος με τις αστικές δημοκρατικές δυνάμεις για μια αλλαγή διακυβέρνησης), η διεθνής παρέμβαση έλυσε την αντίφαση υπέρ της διεκδίκησης κυβέρνησης στο καπιταλιστικό έδαφος, στόχος που ταίριαζε αρμονικά με την πάση θυσία προσκόλληση στις νόμιμες κοινοβουλευτικές διαδικασίες.
Ηταν η περίοδος που είχε διογκωθεί και στην Ελλάδα ο δεξιός οπορτουνισμός και η ΕΔΑ, παρά τα εμπόδια στη δράση της και τις διώξεις, είχε αναγνωριστεί επίσημα ως νόμιμο κόμμα από το 1952 (πρόσκληση Παπάγου και συνάντησή του με τον Πασαλίδη, την ίδια μέρα που η Ασφάλεια ανακοίνωνε τη σύλληψη του Ν. Πλουμπίδη).
Η ψυχολογία της ήττας, σε συνδυασμό με τις εκτελέσεις, τις εξορίες, τα στρατοδικεία και τις επιτυχίες των διωκτικών αρχών στην εξάρθρωση των παράνομων Οργανώσεων του ΚΚΕ, αλλά και τα αξιοσημείωτα εκλογικά ποσοστά της ΕΔΑ εμφάνιζαν την τελευταία ως λύση εφικτή, ρεαλιστική, που ακουμπούσε στον παλμό του λαού και άνοιγε ευοίωνη προοπτική για το λαϊκό κίνημα.
H 6η Πλατιά Ολομέλεια της ΚΕ αποτέλεσε καμπή προς την ταχύτατη ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική οπορτουνιστική διάβρωση του ΚΚΕ, με τη μορφή της πάλης κατά του «τυχοδιωκτισμού» και «σεχταρισμού». Τελικά οδήγησε στην κρίση και στη διάσπαση του Κόμματος το 1968 (12η Ολομέλεια).
Τα περί «ανώμαλου εσωκομματικού καθεστώτος» και «προσωπολατρίας» υπηρετούσαν τη λαθολογία και τον μηδενισμό. Δεν συνιστούσαν σε βάθος ανάλυση της εσωτερικής λειτουργίας του ΚΚΕ. Επιπλέον, έδωσαν εξ αντικειμένου λαβή και επιχειρήματα στον ταξικό εχθρό να δυσφημεί το ΚΚΕ ως αντιδημοκρατικό και να εξωραΐζει την πέρα για πέρα αντιδημοκρατική - αρχηγική λειτουργία των αστικών κομμάτων και τον εκμεταλλευτικό χαρακτήρα του αστικού πολιτικού συστήματος. Ακόμα και σήμερα στο ιδεολογικό οπλοστάσιο του οπορτουνισμού βρίσκεται το «ανώμαλο εσωκομματικό καθεστώς». Και όπως δείχνει η πείρα του ΚΚΕ, η πρώτη σημαία που σήκωνε πάντα στο ΚΚΕ ο φραξιονιστικός οπορτουνισμός, σε συνθήκες οξείας διαπάλης και κρίσης, ήταν εκείνη της «δημοκρατίας». Στην πραγματικότητα, η «δημοκρατία» ήταν το πρόσχημα για τη νομιμοποίηση των οργανωμένων τάσεων στο ΚΚΕ, τη στήριξη και ισχυροποίηση της οπορτουνιστικής τάσης, τη στήριξη των κομματικών δυνάμεων που δρούσαν κατά του ενιαίου χαρακτήρα της δημοκρατικής λειτουργίας και της πειθαρχίας στην εφαρμογή των αποφάσεων. Η μετέπειτα πρακτική όλων των οργανωμένων τάσεων (φραξιών) αποδεικνύει τη σκοπιμότητα που υπήρχε στα επιχειρήματα περί «δημοκρατίας».
Οταν πραγματοποιήθηκε η 6η Ολομέλεια, η ΕΔΑ άρχιζε να λειτουργεί ως ενιαίο κόμμα, το γενικότερο πολιτικό κλίμα είχε βελτιωθεί σε σύγκριση με εκείνο της περιόδου των εκτελέσεων, ενώ αστικές πολιτικές δυνάμεις είχαν διαφοροποιήσει την τακτική τους απέναντι στην ΕΔΑ, προχωρώντας και σε συγκυριακή πολιτική συνεργασία μαζί της, με κίνητρο την ενίσχυση της θέσης τους στο αστικό πολιτικό σύστημα (στις εκλογές της 19ης Φλεβάρη 1956 ο Γεώργιος Παπανδρέου και άλλοι αστοί πολιτικοί συνεργάστηκαν με την ΕΔΑ, η οποία εξέλεξε 20 βουλευτές).
Οσον αφορά την 7η Ολομέλεια, αυτή ψήφισε την «Προγραμματική Διακήρυξη του ΚΚΕ», ένα ντοκουμέντο το οποίο σε συνδυασμό με την αποδοχή του «ειρηνικού δρόμου» μετέτρεπε το ΚΚΕ σε κόμμα κατ' ουσίαν ρεφορμιστικό. Υιοθετήθηκε η θέση για «ριζική αλλαγή», τοποθετώντας στις δυνάμεις της «αλλαγής» και την «εθνική αστική τάξη». Μάλιστα, στο κλείσιμο αυτής της συζήτησης αναφερόταν ότι η αλλαγή που θα γινόταν στην Ελλάδα θα είχε αστικοδημοκρατικό χαρακτήρα και ότι «η εθνική αστική τάξη, σε διάκριση από τη μονοπωλιακή αστική τάξη, ενδιαφέρεται για αυτή την αλλαγή».
Οι κοινοβουλευτικές αυταπάτες κορυφώθηκαν λίγο αργότερα (1958), όταν η ΕΔΑ αναδείχθηκε αξιωματική αντιπολίτευση συγκεντρώνοντας το πρωτοφανές ποσοστό 24,42%. Την ίδια χρονιά, η 8η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (5-10 Γενάρη 1958) αποφάσιζε τη διάλυση των παράνομων Οργανώσεων του Κόμματος στην Ελλάδα και την ένταξη των κομμουνιστών στην ΕΔΑ, παρά τις διαβεβαιώσεις της 7ης Ολομέλειας ότι θα παίρνονταν μέτρα ισχυροποίησης των παράνομων Κομματικών Οργανώσεων. Η επικράτηση του οπορτουνισμού ήταν πλήρης, ενώ η πολυφωνική μονοφωνία της αστικής δημοκρατίας, παρ' όλη την καταστολή της περιόδου, φάνταζε όαση μπροστά στα σκοτάδια της παρανομίας.
***
Το ΚΚΕ κατέληξε στις παραπάνω εκτιμήσεις μέσα από μια επίμονη και μακρόχρονη διερεύνηση και μελέτη αρχειακού υλικού, δρομολογώντας δύο Πανελλαδικές Συνδιασκέψεις το 2011 και το 2018, που συζήτησαν και εκτίμησαν γεγονότα, ενέργειες, αποφάσεις, στην πάλη ενάντια στην καπιταλιστική εκμετάλλευση και εξουσία.
Κομβικό ζήτημα, που απαιτεί παραπέρα διερεύνηση, αποτελεί η σχέση ΚΚΕ - ΚΚΣΕ. Γενικότερα, το πώς κάθε ΚΚ, παλεύοντας με συνέπεια και ανυποχώρητα στη χώρα του ενάντια στην καπιταλιστική εξουσία με στόχο την επαναστατική εργατική εξουσία, θα αποτελεί μέρος μιας ενιαίας επαναστατικής στρατηγικής του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος ενάντια στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα. Και πώς θα εξυπηρετεί αυτήν την κοινή στρατηγική στόχευση με δεδομένες τις διαφορετικές συνθήκες εσωτερικού ή και περιφερειακού, ακόμα και παγκόσμιου συσχετισμού δυνάμεων.
Χωρίς αμφιβολία, σε αυτό δυσκολεύτηκαν και τα ΚΚ εξουσίας κατά τον 20ό αιώνα, κατά τον πρώτο ιστορικό κύκλο περάσματος από τον καπιταλισμό στη νέα, την κομμουνιστική κοινωνία.
Είναι αντικείμενο ιστορικής έρευνας όλο αυτό το ζήτημα, που αφορά και την εξωτερική πολιτική των ΚΚ εξουσίας σε συνθήκες «ειρήνης» ή και πολέμου, σε συνθήκες που τα καπιταλιστικά κράτη δεν στέκονταν ενιαία ενάντια στα εργατικά - σοσιαλιστικά κράτη, αφού οι ανταγωνισμοί μεταξύ τους δεν μπορούν να εξαφανιστούν λόγω του κοινού ταξικού τους μίσους ενάντια στις κομμουνιστικές δυνάμεις.
Το ΚΚΕ συνεχίζει τις μελέτες και έρευνές του, τη συνεργασία με άλλα ΚΚ, τη συζήτηση επεξεργασίας της διεθνούς κομμουνιστικής στρατηγικής, χωρίς να υπερτιμά τις δικές του δυνατότητες, αλλά και χωρίς να θεωρεί ότι το ζήτημα αυτό είναι καθήκον ενός ΚΚ μιας χώρας με πολύ μεγαλύτερο βάρος στον παγκόσμιο συσχετισμό, ή ακόμα και ενός ΚΚ εξουσίας, αν υπήρχε σήμερα, όπως στο παρελθόν θεωρούσε για το ΚΚ της Σοβιετικής Ενωσης.
Άρθρο αναδημοσιευμένο από τον ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ 12 Γενάρη 2020
Του
Μάκη ΜΑΪΛΗ*
*Ο Μάκης Μαΐλης είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ

Δεν υπάρχουν σχόλια: