Η κυβερνητική και ευρύτερα πολιτική κρίση,
του Ιούλη του 1965, συντάραξε την Ελλάδα για δύο, σχεδόν, ολόκληρα χρόνια,
χωρίς όπως φαίνεται κανένας από τους πρωταγωνιστές της να έχει προβλέψει τις
διαστάσεις που θα έπαιρνε. Αν και υπέβοσκε για αρκετό χρονικό διάστημα ξέσπασε
- φανερά πλέον - στις 15 Ιούλη 1965 και κράτησε ως το Απριλιανό πραξικόπημα των
συνταγματαρχών του 1967. Ως αιτία της εμφανίζεται η άρνηση του παλατιού να
δεχτεί την αντικατάσταση του υπουργού Αμυνας, Π. Γαρουφαλιά, από τον τότε
πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου. Στην πραγματικότητα όμως αυτό ήταν η κορυφή του
παγόβουνου, αν όχι το αναγκαίο, για τους εμπλεκόμενους στην κρίση, πρόσχημα.
Είναι γνωστό άλλωστε πως ο αρχηγός της Ενωσης Κέντρου συζητούσε με το μονάρχη
και άλλες εναλλακτικές λύσεις που θα οδηγούσαν στην αντικατάσταση μεν του
Γαρουφαλιά, αλλά από κάποιο άλλο πρόσωπο, όχι όμως από τον τότε
πρωθυπουργό.
Τελικά αυτός ο συμβιβασμός δεν επιτεύχθηκε. Ο Γ. Παπανδρέου επανήλθε στις
αρχικές του θέσεις να αντικαταστήσει ο ίδιος τον Γαρουφαλιά στο υπουργείο
Αμυνας κι όπως ήταν φυσικό συνάντησε την άρνηση του παλατιού και όσων
βρίσκονταν πίσω του - ντόπιων και ξένων - που ήθελαν τον απόλυτο έλεγχο στα
"στεγανά" του κρατικού μηχανισμού. Ετσι, στις 15/7/1965, ο
πρωθυπουργός, προφανώς για να ασκήσει πίεση, υπέβαλε στον τότε
βασιλιά
Κωνσταντίνο, την παραίτηση της κυβέρνησής του, ο μονάρχης την αποδέχτηκε χωρίς
πολύ καν συζήτηση κι από το σημείο αυτό οι αντιδράσεις ήταν αλυσιδωτές.
Παλατιανές κυβερνήσεις χωρίς λαϊκό έρεισμα, ευρείας έκτασης αποσκιρτήσεις βουλευτών
του Κέντρου, έντονο παρασκήνιο με τη φανερή συμμετοχή του ντόπιου και ξένου
κατεστημένου, αλλά και τεράστια λαϊκή αγανάκτηση με καθημερινές διαδηλώσεις
στους δρόμους ήταν η συνήθης εικόνα των ημερών για όλο το διάστημα εκείνου του
καλοκαιριού.
Το πρώτο και βασικό ερώτημα που προκύπτει
είναι αν μπορούσε αυτή η κρίση να αποφευχτεί, αν δηλαδή ήταν δυνατόν να υπάρξει
συμβιβασμός ανάμεσα στο παλάτι και την κυβέρνηση. Εχει υποστηριχτεί - κατ'
επανάληψη και για χρόνια ολόκληρα - ότι ένας τέτοιος συμβιβασμός ήταν αδύνατος.
Και θα ήταν πραγματικά αδύνατος αν το κόμμα του Γ. Παπανδρέου είχε δείξει
κάποια δείγματα ότι ήθελε τη δημοκρατική αναζωογόνηση της χώρας, την κατάργηση
των στεγανών στον κρατικό μηχανισμό, την εξάλειψη των συνεπειών του εμφυλίου
πολέμου, την κατάργηση με άλλα λόγια του μετεμφυλιακού καθεστώτος και την
εγκαθίδρυση ενός άλλου, αστικού μεν, αλλά που να εμπεριέχει καλύτερα, σε σχέση
με πριν, στοιχεία της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Δε συνέβαινε όμως
κάτι τέτοιο, παρόλο που εκ των υστέρων επιχειρήθηκε να δημιουργηθεί μια τέτοια
εντύπωση.
Ο ίδιος ο Γ. Παπανδρέου εμφάνιζε την
παραίτηση της κυβέρνησής του ως πράξη υπεράσπισης της "τιμής της
Δημοκρατίας". Και οι οπαδοί του, τοτινοί και τωρινοί, παρουσίαζαν και
παρουσιάζουν τον επονομαζόμενο "Γέρο της Δημοκρατίας" ως αποφασισμένο
- με την πράξη του εκείνη της παραίτησης - να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του
με τη μοναρχία, να εξυγιάνει και να εκδημοκρατίσει την πολιτική ζωή του τόπου
μ' ό,τι αυτό σήμαινε και μ' όποιο κόστος κι αν είχε. Πρόκειται για το μύθο των
μύθων κι όχι για την ιστορική αλήθεια. Και δεν είναι το αντιλαϊκό πολιτικό
παρελθόν του Γ. Παπανδρέου που μας κάνει να αμφισβητούμε τους παραπάνω
ισχυρισμούς του ιδίου και των οπαδών του. Είναι ο ίδιος ο βίος και η πολιτεία
της Ενωσης Κέντρου τόσο στην αντιπολίτευση, όσο και στην κυβέρνηση που δεν
αφήνουν κανένα περιθώριο να πιστέψουμε πως ο "Γέρος της Δημοκρατίας"
και το κόμμα του ήταν όπως παρουσιάζονται.
Τι ήταν η Ενωση Κέντρου
Για να κατανοήσουμε ολοκληρωμένα την
παραπάνω επισήμανση χρειάζεται να σταθούμε λίγο περισσότερο στο τι ήταν το
κόμμα της Ενώσεως Κέντρου, πως δημιουργήθηκε και πως πολιτεύτηκε μέχρι να
καταφέρει να φτάσει στην κυβερνητική εξουσία.
Η Ενωση Κέντρου δημιουργήθηκε λίγο πριν
τις εκλογές της 29ης Οκτώβρη 1961, τις γνωστές ως εκλογές της βίας και νοθείας.
Ηταν ένα πολυσυλλεκτικό σχήμα, ένα πραγματικό συνονθύλευμα το οποίο
αποτελέστηκε από τους φιλελεύθερους του Σ. Βενιζέλου, τους πλαστηρικούς της
ΕΠΕΚ του Σ. Παπαπολίτη, τους Αγροτιστές του Α. Μπαλτατζή, τη Νέα Πολιτική
Κίνηση των Μητσοτάκη, Νόβα, Γ. Μαύρου κ.ά., την ομάδα του Γ. Παπανδρέου, τον
σοσιαλίζοντα Ηλ. Τσιριμώκο, τον καθαρώς δεξιογενή Στ. Στεφανόπουλο και άλλους.
Η δημιουργία αυτού του κόμματος ήταν μια
έντονη εσωτερική ανάγκη του συστήματος και για το λόγο αυτό η ντόπια ολιγαρχία
με τους Αμερικάνους κατέβαλαν τεράστιες προσπάθειες για να καταφέρουν να το
δουν να στέκεται στα πόδια του. Το βεβαιώνει, μεταξύ άλλων, ο Κ. Καραμανλής
όταν μέσω του ιστοριογράφου του, Μ. Ζενεβουά, μας πληροφορεί ότι μετά τις
εκλογές του 1958 αρνήθηκε να δεχτεί τον Γ. Παπανδρέου στις γραμμές της ΕΡΕ,
παρόλο που ο τελευταίος το επιθυμούσε διακαώς. Μάλιστα σε μια συνάντηση των
δύο, ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας αρνούμενος την προσχώρηση στην ΕΡΕ του
μετέπειτα αρχηγού της Ενωσης Κέντρου, φέρεται να δικαιολόγησε ως εξής την
άρνησή του: "Θα εξασθενούσατε έτσι μιαν εθνική αντιπολίτευση που η χώρα
επίσης χρειάζεται. Δύο ισχυρά κόμματα, το ένα στην εξουσία, το άλλο
εξασφαλίζοντας - για το γενικό καλό - ένα ισορροπημένο αντίβαρο, το ένα
διαδεχόμενο το άλλο και ξαναπαίρνοντας τα ηνία όταν η φθορά της εξουσίας θα
επέβαλε μιαν αλλαγή, ιδού ο υγιής κοινοβουλευτισμός που ονειρεύομαι. Και γι'
αυτό εύχομαι το σχηματισμό ενός συμπαγούς κόμματος του Κέντρου, ικανού να
ενώσει τα ανομοιογενή στοιχεία του" (Μ. Ζενεβουά: "Η Ελλάς του
Καραμανλή", σελ. 208).
Η Ενωση Κέντρου ήταν, επίσης, ένα κόμμα
που φτιάχτηκε για να ανακόψει την ανοδική πορεία της ΕΔΑ που, ας σημειωθεί,
στις εκλογές του 1958 είχε αναδειχτεί στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Το γεγονός αυτό το παραδέχεται χωρίς περιστροφές ο Α. Παπανδρέου ο οποίος
γράφει για την περίοδο που γεννήθηκε το κόμμα του πατέρα του: "Η
αμερικανική στρατηγική στην Ελλάδα αυτή την περίοδο, είχε δύο βασικές
επιδιώξεις. Η πρώτη ήταν η εκλογική εξόντωση της ΕΔΑ. Η δεύτερη, ήταν η προβολή
ενός μεγάλου, αλλά μειοψηφούντος κόμματος του Κέντρου" (Α. Παπανδρέου:
"Η Δημοκρατία στο Απόσπασμα", σελ. 156-157).
Η Ενωση Κέντρου, λοιπόν φτιάχτηκε για να
στηρίξει το αστικό μετεμφυλιακό καθεστώς και όχι για να το αλλάξει. Φτιάχτηκε
για να μπορέσει να περπατήσει ένα δικομματικό πολιτικό σύστημα που θα
εξυπηρετεί τα συμφέροντα του ντόπιου και ξένου κατεστημένου και όχι για να τ'
αμφισβητήσει. Κι ανταποκρίθηκε σ' αυτό της το ρόλο με μέγιστη επάρκεια.
Η άνοδος στην κυβερνητική εξουσία και ο
"Ανένδοτος"
Το κόμμα του Κέντρου έφτασε στην
κυβερνητική εξουσία παίρνοντας τη σχετική πλειοψηφία του εκλογικού σώματος
(42,04%) στις εκλογές της 3ης Νοέμβρη 1963 και την απόλυτη (52,72%) στις
εκλογές της 16ης Φλεβάρη 1964. Προηγουμένως όμως ακολούθησε μια πολιτική
τακτική που έχει μείνει στην ιστορία με την επωνυμία "Ανένδοτος
αγώνας". Ορισμένοι μάλιστα τον αποκαλούσαν διμέτωπο αγώνα, εναντίον και
της Δεξιάς και της Αριστεράς. Στην πραγματικότητα ήταν ένας αγώνας μονομέτωπος,
που αποσκοπούσε στην όσο το δυνατό μεγαλύτερη συρρίκνωση της δύναμης της ΕΔΑ.
Ηταν μια προσπάθεια να αφαιρεθεί πάση θυσία από την ΕΔΑ η δυνατότητα να
καρπωθεί εξ ολοκλήρου η ίδια τη λαϊκή αγανάκτηση που γέννησαν οι εκλογές της
βίας και της νοθείας του '61, η δράση των λεγόμενων παρακρατικών οργανώσεων και
του "κράτους του χωροφύλακα". Κι ήταν τέλος μια προσπάθεια για να
διατηρηθεί και να ενισχυθεί η ενότητα των ετερόκλητων δυνάμεων της Ενωσης
Κέντρου. "Αν δε γινόταν ο Ανένδοτος - έλεγε ο Γ. Παπανδρέου μιλώντας στην
Πάτρα, στις 1/7/1962 - το Κέντρο θα διαλυόταν και θα επήρχετο η πόλωσις"
(Σπ. Λιναρδάτου: "Από τον Εμφύλιο στη Χούντα", τόμος Δ' σελ 167).
Επίσης στις 18/3/1963 έγραφε ο ίδιος στον Βασιλιά Παύλο: "Η ΕΔΑ έχει
υποστεί βαρύτατα πλήγματα από τον αγώνα της Ενώσεως Κέντρου. Με τον αγώνα μας
έχει συντελεστή ο επαναπατρισμός της Δημοκρατίας, την οποία εκαπηλεύετο η ΕΔΑ.
Και η Νεότης την οποία άλλοτε παρέσυρεν η Ακρα Αριστερά, έχει στρατευθεί
σήμερον κάτω από την ιδικήν μας σημαία. Και είναι το γεγονός αυτό αληθώς
ιστορική υπηρεσία της Ενώσεως Κέντρου υπέρ του Εθνους και της Δημοκρατίας"
(στο ίδιο, σελ 220). Οι... ιστορικές αυτές υπηρεσίες για τις οποίες καυχιέται ο
Γ. Παπανδρέου ήταν επαρκείς για το κατεστημένο, ώστε να εμπιστευτεί στο κόμμα
του την κυβερνητική εξουσία. Κι αφού του την εμπιστεύτηκε ζήτησε νέα
ανταλλάγματα βρίσκοντας ανθρώπους πρόθυμους να του τα δώσουν.
Οι "σημαιοφόροι" της Δημοκρατίας
Πολλοί ιστοριογράφοι της εποχής, αστικών
και μικροαστικών αντιλήψεων, αφήνουν να διαφανεί ότι τους διακατέχει κάποιο
δέος όταν αναφέρονται στη μικρή περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από το Κέντρο
ισχυριζόμενοι ότι έγιναν βήματα εκδημοκρατισμού, που το παλάτι και οι ξένοι δεν
άφησαν να ολοκληρωθούν. Στην πραγματικότητα εκείνο που έγινε ήταν ένα
φτιασίδωμα του καθεστώτος, έτσι ώστε αυτό να "χαλαρώσει" λιγάκι την
πολιτική του μαστιγίου που ακολουθούσε επί ΕΡΕ και να βάλει σε δεύτερη μοίρα
κάποιες από τις πλέον βάρβαρες λειτουργίες του, που προκαλούσαν το λαϊκό
αίσθημα και δε γίνονταν άλλο ανεκτές. Τα "στεγανά" στον κρατικό
μηχανισμό διατηρήθηκαν και το υπουργείο Εθνικής Αμυνας παραδόθηκε στον
"αποστάτη του ανένδοτου αγώνα", αλλά έμπιστο του Παλατιού Π.
Γαρουφαλιά, πράγμα που σήμαινε πως οι ένοπλες δυνάμεις ήταν το στεγανό
διαμέρισμα υπό την κυριότητα της μοναρχίας και των Αμερικανών. Αντιπρόεδρος της
κυβέρνησης ορίστηκε ο παλιός ηγέτης της Δεξιάς, Στ. Στεφανόπουλος. Υπουργός των
Εξωτερικών ο Στ. Κωστόπουλος, ένας από τους σημαντικότερους πολιτικούς
εκπροσώπους του μεγάλου κεφαλαίου. Πρόεδρος της Βουλής ορίστηκε ο άνθρωπος των
ανακτόρων, Γ. Νόβας, κ.ο.κ. Σε ό,τι αφορά τα εθνικά θέματα και το Κυπριακό, η
κυβέρνηση του Κέντρου ακολούθησε φιλοατλαντική πολιτική και σ' ό,τι αφορά το
εσωτερικό, δεν έπαψε να έχει στο στόχαστρο την Αριστερά. Είναι χαρακτηριστικό
μάλιστα ότι σχεδίαζε να θέσει εκτός νόμου τη Νεολαία Λαμπράκη, αλλά
προβληματιζόταν ότι μια τέτοια ενέργεια δε θα έφερνε αποτέλεσμα, γιατί η
οργάνωση αυτή θα περνούσε με άλλο όνομα στην ΕΔΑ.
Οι μύθοι λένε δεν κρατάνε αιώνια. Αυτό
είναι σωστό. Ομως όσο κρατάνε, πέρα από το ότι παραποιούν την ιστορική αλήθεια,
αλλοιώνουν ταυτόχρονα και τη λαϊκή συνείδηση. Ετσι δεν είναι καθόλου τυχαίο που
η Ενωση Κέντρου ντύθηκε - και με τη βοήθεια του κατεστημένου - με το μανδύα της
δημοκρατίας μετά τα Ιουλιανά. Ο Α. Παπανδρέου παραδέχεται στο
προαναφερόμενο βιβλίο του (σελ. 259) ότι η δημοτικότητα του πατέρα του ήταν
μειωμένη πριν τα Ιουλιανά, αλλά άρχισε να ανεβαίνει μετά απ' αυτά.
Και ο Μ. Παπακωνσταντίνου επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές, ότι ενισχύθηκαν
δηλαδή τα λαϊκά ερείσματα του Κέντρου μετά την αποπομπή του από την κυβέρνηση
(Μ. Παπακωνσταντίνου: "Η Ταραγμένη εξαετία", τόμος Β' σελ. 180-181,
189 και αλλού). Χρησιμοποίησε όμως αυτή τη δύναμη ως διαπραγματευτικό ατού για
να ενισχύσει τη θέση του μέσα στο κατεστημένο. Κι απόδειξη ότι δεν ήταν
αντίπαλος του κατεστημένου - ανάμεσα στα άλλα - είναι και το γεγονός ότι το
Δεκέμβρη του 1966 ο Γ. Παπανδρέου προχώρησε σε παρασκηνιακές συνεννοήσεις με το
παλάτι και την ΕΡΕ και συμφώνησε μαζί τους την από κοινού στήριξη της
συντηρητικής κυβέρνησης Παρασκευόπουλου. Αυτή είναι η πραγματικότητα.
Γιώργος ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου