Πέμπτη 23 Μαΐου 2013

Διήγημα: “Τα ανέκδοτα του Αγώνα” (από τον ΟΔΗΓΗΤΗ του Μάη)


Συνεχίζουμε και αυτό το μήνα, τη δημοσίευση ιστοριών, που έχουν διασωθεί με την προφορική αφήγηση, έχουν διαδοθεί από στόμα σε στόμα. Πρόκειται για τα “ανέκδοτα του αγώνα”, όπως έχουν καταγραφεί απ’ τον κομμουνιστή δημοσιογράφο, Γιώργη Μωραϊτη στο βιβλίο του “Ατζέντα Ιτζεδίν”. 

Η αλογόμυγα

Στο ίδιο κάτεργο μια μέρα λιόλουστη ένας «ποιητής» καθόταν στην άκρη στο παράθυρο ολομόναχος και έγραφε με μανία στο περβάζι. Ορισμένοι άλλοι τον είδαν και πήγαν να τον πειράξουν.
- Φύγετε! Φύγετε! Άρχισε να φωνάζει, μόλις τους είδε, υστερικά.
- Βρε τι έπαθες, παλάβωσες;
- Όχι, όχι, φύγετε, φύγετε…
Πού να φύγουν όμως οι λεγάμενοι. Τέτοια πλάκα δεν θα έβρισκαν αλλού.
Ο άλλος στρίγγλιζε.
- Τι έπαθες ρε παιδί μου;
- Μη, μη, πάρτε δρόμο, σας παρακαλώ. Μ’ έπιασε, μ’ έπιασε.
- Βρε τι σ’ έπιασε; Δεν είσαι στα καλά σου.
- Πώς το λένε, πώς το λένε, φώναζε και στριφογύριζε το χέρι πάνω απ’ τ’ αχτένιστο κεφάλι του. Έδινε κ’ έπαιρνε μα δεν μπορούσε να θυμηθεί πώς λέγανε το έντομο που τον είχε πιάσει.
Οι άλλοι γελούσαν κι απαντούσαν:
- Σ’ έπιασε το παλαβό. Σε τσίμπησε η τρέλα…
- Όχι! Όχι! Με τσίμπησε… Ναι! Ναι! Πώς το λένε αυτό που τσιμπάει τα ζώα;
- Αλογόμυγα! Πετάχτηκε ένας.
- Μπράβο, μπράβο, αλογόμυγα, αλογόμυγα, φύγετε, φύγετε. Τώρα μούρθε!…
- Πάμε ρε να φύγουμε, είπε κάποιος της παρέας κι αγκάλιασε τους άλλους. Αυτός την ψώνισε για καλά. Θέλει δέσιμο… 
* Σημ.:
Κι αυτό από τον Μέμα.

Οι “λυρικοί” φεύγουν!

Πάλι για τους ποιητές. Μια μέρα φέραν στο κάτεργο της Ακροναυπλίας δυο νέα ταλέντα. Βρήκαν το «συνάφι» και πιάσανε γνωριμία. Φαίνονταν σα δυο αστέρια λαμπερά, με λυρική φλέβα και υπόσχονταν πολλά.
Η πρώτη βδομάδα κύλησε καλά. Μα ύστερα… «Βαριά η καλογερική». Όχι βέβαια η ποίηση -μη γίνει καμιά παρεξήγηση- «θεός φυλάξει». Αυτήν την έπαιζαν στα δάχτυλα οι νεαροί.
Η φυλακή! Η καταραμένη η κλεισούρα μέσα στους τέσσερις τοίχους!
Τα παιδιά ζορίστηκαν. «Δεν είναι ζωή τούτη». «Δεν υποφέρεται»… Θόλωσε το μυαλό τους. Στέρεψε κι η ποιητική φλέβα τους. Και μια ωραία πρωία μην τους είδατε μην τους απαντήσατε. Υπογράψανε μια «δηλωσούλα» και αποφυλακίστηκαν αμέσως.
- Τι έγιναν τα παιδιά; Δεν τα βλέπω. Γιατί δεν κατέβηκαν ακόμα απ’ το θάλαμο; Ρώτησε ο Μεμάς. Δεν πίστευε στ’ αυτιά του γιατί οι νεαροί φαίνονταν νάχουν μέσα τους όχι μόνο ποιητική μα και επαναστατική φλόγα. Κάτι λόγια παχιά και μεγάλα που έλεγαν!…
Έκαναν δυο βόλτες στο προαύλιο σιωπηλοί. Ύστερα ο Μεμάς μουρμούρισε:
- Λες να πάθουμε κ’ εμείς κανά χνέρι με το ψώνιο που κολλήσαμε;
Ο φίλος του όμως τον καθησύχασε γελώντας.
- Δεν έχουμε φόβο εμείς συνάδελφε… Αυτοί ήταν λυρικοί!… Εμείς είμαστε σατυρικοί!
* Σημ.:
Κι αυτό από αφήγηση του Μεμά.

Το “Κόκκινο ράσο”! (Το κατά Παπαλεβέντην Β’ Ευαγγέλιο)

Στην Αντίσταση ο Παπαλεβέντης τίμησε τα ράσα του. Ξέπλυνε, με το συμπάθιο, και τις παλιές του αμαρτίες. Ξώστηκε την κουμπούρα του, παράτησε τον Άη Βλάση και βγήκε στα βουνά ανταρτόπαπας. Πύρινους λόγους εκφωνούσε στα χωριά και ψύχωνε τον κόσμο. Και το πόστο του τρανό. Θρησκευτικός αρχηγός «πασών των εκκλησιών» Ανατολικής Ρούμελης. Όσο για μετά την απελευθέρωση, ο Άρης, το λιγότερο θα τον έκανε δεσπότη. Του το είχε υποσχεθεί, λένε.
Κάποτε στο χωριό Ρεγγίνι έγινε Συνδιάσκεψη όλων των παπάδων της περιοχής. Έπηξε ράσο. Ο Παπαλεβέντης ήταν εισηγητής και έκανε θραύση.
Ένας γεροντάκος παπάς απ’ τα χωριά της Κωπαΐδας έφτασε αργοπορημένα τη δεύτερη ή την τρίτη μέρα της συνδιάσκεψης. Κίνησε πεζός, τα πόδια του δεν άντεξαν, σ’ ένα χωριό η οργάνωση του ‘δωσε μουλάρι και σύνδεσμο. Κάποιοι επιτήδιοι «για καλό και για κακό» του φόρεσαν και κόκκινο ράσο!
Στο Ρεγγίνι μόλις τον είδαν οι άλλοι παπάδες του χώθηκαν. Ήταν δα και «σαν τη μύγα μες στο γάλα».
- Γιατί άργησες γέρο; Τι σούρθε ευλογημένε. Καλύτερα να μην ξεκινούσες. Ο Παπαλεβέντης είναι «πυρ και μανία»! Και ξέρεις τι εστί Παπαλεβέντης; Δεν τόχει για τίποτα να σε καθαρίσει… Πού να σε κρύψουμε:
Ήταν που ήταν φοβισμένο το γεροντάκι, τώρα τάχασε ολότελα.
- Μου, μου, μου…, έκανε προσπαθώντας να δικαιολογηθεί κ’ έτρεμε απ’ το φόβο.

Πώς; Εγώ δεν είμαι κομμουνιστής; (Το κατά Παπαλεβέντην Γ’ Ευαγγέλιο)

Η πατρίδα ξεσκλαβώθηκε. Το κράτος «τίμησε» τον Κωστή Παπαλεβέντη, τον ανταρτοπαπά κάνοντας τον αργόν. Πάνε τα μεγαλεία πάει ο Αη Βλάσης! Άραξε σπιτάκι του, έπιασε το παλιό επάγγελμα του τσαγκάρη, δεν τόβαλε κάτω. Αυτό χρειαζόταν. Ζωή να την πεις κι αυτή; Αλλά αφού γύρισαν ανάποδα τα πράματα. Μολαταύτα, για τον αγώνα το σπίτι του λεβέντη Παπαλεβέντη ήταν όπως πάντα ανοιχτό.
Μια μέρα πήγαν εκεί για σύσκεψη ο γραμματέας και ορισμένα μέλη της Περιφερειακής Επιτροπής του ΚΚΕ. Ο παπάς είχε ειδοποιηθεί από την οργάνωση του Δαδιού και τους περίμενε. Τους υποδέχτηκε με ανοιχτές αγκάλες. Πέρασαν στην κάμαρα, κάθισαν, κάθισε κι ο παπάς και τόριξε στην κουβέντα.
Η ώρα περνούσε. Ο Κωστούλας ο γραμματέας βιαζότανε, τον «χόρευε» ο τόπος μα δίσταζε να πει στον παπά να τους αφήσει. Πίστευε πως θα το καταλάβαινε μόνος του. Ο παμπόνηρος παπάς τα καταλάβαινε όλα, αλλά πού να τους «αδειάσει τη γωνιά». Θρονιάστηκε στην καρέκλα και δεν έλεγε, να μετακινηθεί. Στο κάτω κάτω σπίτι του ήτανε.
Αφού είδε κι απόειδε ο Κωστούλας αποφάσισε ν’ αφήσει κατά μέρος τους δισταγμούς. Ευγενικά και διακριτικά για να μην τον προσβάλει, του λέει:
- Παπούλη, ήρθαμε για μια κομματική σύσκεψη. Κάνε μας τη χάρη να μας αφήσεις λίγη ώρα.
«Φίδι δάγκασε» τον Παπαλεβέντη. Γυρίζει απότομα, του ρίχνει ένα άγριο βλέμμα και τον ρωτάει:
- Πώς; Γιατί δηλαδής; Εγώ τι είμαι; Δεν είμαι κομμουνιστής;
Είδε κι έπαθε ο Κωστούλας μέχρι βαριά-βαριά, να τους αδειάσει, ο παπάς τη γωνιά.
Έσκασαν όλοι στα γέλια.*

* Σημ.:
Αυτά τα τρία ανέκδοτα για τον Παπαλεβέντη καθώς και τα δύο προηγούμενα για τον Ανάποδο και τον Μπάφα πρωτοδημοσιεύτηκαν στο βιβλίο μου “Αναμνήσεις ενός αντάρτη” Α’ τόμος (Εκδόσεις Καστανιώτη).

- Σημ. Ο:
Το πρώτο ανέκδοτο για τον Παπαλεβέντη δημοσιεύτηκε στο προηγούμενο φύλλο του  “Ο”.

Δεν υπάρχουν σχόλια: