Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2012

Αφελίδες και παραλήδες

Της Καλής Γκέλμπεση


Μαμά: κυρία Αφελίδου. Ετών τριανταπέντε και άνεργη μήνες δεκαπέντε.

Μπαμπάς: κύριος Αφελίδης. Ετών τριανταοκτώ και υπάλληλος τού κυρίου Παραλίδη χρόνια οκτώ.

Παιδί: ο Σωτηράκης. Μαθητής ετών εννιά με αέρα στα πανιά…

Διαμέρισμα: ψευτοτριάρι εξήντα τετραγωνικών σ’ εργατοσυνοικία, μα ουδόλως είναι δική τους η οικία.

Πράξη πρώτη (από τρεις)

                                   Ονειροπαρτίδα    

Δυο καμαρούλες μια σταλιά, τουαλέτα τόση δα και μικρόστενη μακρόστενη σαλοτραπεζαρία, που στο βάθος της στριμώχνεται η μικρή κουζινίτσα. Με το δίκιο της ασφυκτιά η κυρία Αφελίδου κάθε που πρέπει να μαγειρέψει. Ειδικά όταν αρχίζουν οι ζέστες, σκάει η γυναίκα εκεί μέσα.

- Σωτηράκηηηη, κλείσε παιδί μου τα παράθυρα κι άναψε το αιρκοντίσιον. Καήκαμε πια!

- Ο μπαμπάς είπε να βρεχόμαστε με νερό άμα ζεσταινόμαστε. Εγώ, δεν(!) τ’ ανάβω.

- Σωτηράκη! Μίλησα!

- Μπα, και να τα βάλει μαζί μου ο μπαμπάς…

- Κάνε αυτό που σου λέω, παιδί μου.

- Όχι και πάλι όχι! Ο μπαμπάς είπε να κάνουμε οικονομία γιατί ακρίβυνε πάλι το ρεύμα.

- Κάτι θα σού ’λεγα τώρα για τον πατέρα σου, μα έχε χάρη… Θα το ανάψεις βρε; Άντε κι έσκασα με το τηγάνισμα!

- Τι τηγανίζεις μαμάκα;

- Πατάτες; Άντε, άσε τα λόγια κι άναψε το αιρκοντίσιον.

- Αμάν μωρέ! Πάλι πατάτες; Όλο πατάτες, πατάτες…

- Λίγα λόγια Σωτήρηηη…

- Τι λίγα και λίγα; Άλλο φαγητό δεν υπάρχει εδώ μέσα;

- Θες κι ένα αυγό που έχει;

- Πάλι αυγό; Κο-κο-κο, κο-κο-κο, θα κάνω στο τέλος.

- Πολλά λεεεεες… Άντε, για θα στις βρέξω στο τέλος.

            Ο Σωτηράκης παρατάει το τηλεκοντρόλ, που κρατούσε στα χέρια κάνοντας μηχανικά ζάπινγκ, κι ανοίγει επιτέλους το αιρκοντίσιον.

- Ορίστε. Σου έκανα το χατίρι. Το άναψα. Τώρα θα μου πάρεις παγωτό αύριο;

- Παγωτόοοο; Εδώ δεν έχουμε λεφτά να… Όχι! Θα αρρωστήσεις.  

- Έλα ρε μαμά! Τέλειωσε η άνοιξη, ξεκίνησε το καλοκαίρι κι ούτε ένα δεν έχω φάει. Ιούνιος μήνας πια! Τα παιδιά τής κυρίας Παραλίδου, γιατί δεν αρρωσταίνουν που τρώνε κάθε μέρα;

- Εσύ να κοιτάς τη δουλειά σου και να μη σε νοιάζει τι κάνουν οι άλλοι.

- Έλα ρε μαμάκαααα. Ένα παγωτάκι σού ζήτησα. Όχι σαν κι αυτά τα μεγάλα που τρώνε τα παιδιά τής κυρίας Παραλίδου.

- Σωτήρη, πάψε να με ζαλίζεις. Αχχχ, ανάθεμα! Ζεματίστηκα με την γκρίνια σου!

            Η μαμά αδειάζει τις πατάτες στην πιατέλα, κατεβάζει το τηγάνι απ’ τη φωτιά και γλύφει το δάχτυλό της που κάηκε από καυτό λάδι που πετάχτηκε. Εκείνην την στιγμή ακούει τα κλειδιά στη πόρτα.

- Σωτηράκηηηη, κλείσε επιτέλους το αιρκοντίσιον! Θα φωνάζει ο πατέρας σου. Ακρίβυνε το ρεύμα.

- Μα βρε μαμά…

- Σκασμός, που θα μου βγάλεις και γλώσσα!

- Ωπ, κάτι ωραίο μυρίζει. Τι καλό θα φάμε; Μα… Τι!; Αναμμένο είναι το αιρκοντίσιον!; Βρε ’σείς, ξέρετε πού έφτασε η ΔΕΗ; Σωτήρη, πάλι πολυτέλειες ήθελες; Κλείστο αμέσως!

- Εγώ καλέ μπαμπά…

- Καλάμια!

- Μαμά, πες του ότι εσύ…

- Μαμούνια!

            Ο Σωτηράκης πλένει τα χέρια του και στρώνεται κατσουφιασμένος στο τραπέζι. Ο κύριος Αφελίδης, πλένει με τη σειρά του κι αυτός τα χέρια του και στρώνεται δίπλα στο γιο του, που ήδη έχει αρχίσει να τρώει. Η κυρία Αφελίδου ολοκληρώνει την προετοιμασία τού δείπνου φέρνοντας μια κανάτα νερό.

- Το σταυρό σου Σωτήρη. Το σταυρό σου, είπα!, τον μαλώνει η μάνα του. Ο μικρός κοιτάει δεξιά-αριστερά, ψαχουλεύοντας ταυτόχρονα και το λαιμουδάκι του.

- Πού τον είδες καλέ μαμά; Δεν τον φοράω.

- Να κάνεις το σταυρό σου παιδί μου, λέω, πριν ξεκινήσεις να τρως.

- Πάλι;

- Τι θα πει, πάλι;

- Μα, μια βδομάδα τώρα, όλο για το ίδιο φαγητό κάνω το σταυρό μου.

- Σιωπή αντίχριστε!, τον κατακεραυνώνει ο πατέρας του.

- Τς, τς, τς… Ήθελα νά ’ξερα, σε ποιον έμοιασε αυτό το παιδί!, σταυροκοπιέται η κυρία Αφελίδου.

- Ε, σε ποιον άλλο… Στον «κύριο» αδελφό σου. Άντε μην αρχίσουμε την γκρίνια πάλι! Δε μου λες, έχει και τίποτ’ άλλο να φάμε;

- Μισή μερίδα φακές από αντιπροχτές και μια μπουκιά τυρί. Τα φύλαγα γι’ αύριο άντρα μου.

- Φέρτα, φέρτα. Πιάσε και ψωμί τής προκοπής, που μού ’φερες τα ξεροκόμματα!

- Πού να το βρω;

- Τι εννοείς; Ούτε φρέσκο ψωμί δεν αξιώθηκες να πάρεις; Τι κατάσταση είναι αυτή εδώ μέσα!

- Με τι λεφτά; Εφτακόσια ευρώ μού έδωσες την πρώτη τού μήνα, κι έχει είκοσι σήμερα. Τριακόσια πενήντα η δόση τού σπιτιού στην τράπεζα, εκατόν πενήντα η ΔΕΗ και είκοσι το νερό. Κάνε λογαριασμό. Δε λες πάλι καλά που καλοκαίριασε και δε θέλουμε λεφτά και για πετρέλαιο…

- Ε, πεντακόσια είκοσι ευρώ, είναι αυτά. Τα υπόλοιπα;

- Ώρες είναι, να μου πεις ότι κάνω και σπατάλες. Λίγες φορές πήρα ψωμί αυτόν το μήνα; Ή μήπως ξέχασες το κοτόπουλο που μαγείρεψα πριν δεκαπέντε μέρες; Τους κεφτέδες που έκανα την περασμένη βδομάδα, τους ξέχασες; Επιπλέον, οκτώ κιλά πατάτες, ένα κιλό κρεμμύδια, δυο κιλά ντομάτες και μισό καρπούζι. Για βάλ’ τα λοιπόν κι όλα αυτά στο λογαριασμό, κι έπειτα πες μου αν μπορώ να παίρνω φρέσκο ψωμί κάθε μέρα. Μωρέ, στα δυο κόβω το κάθε τσιγάρο και περνάω ένα τριήμερο μ’ ένα πακέτο! Α, μα, πια!

- Καλά, καλά. Κάνεις σα νά ’χω λεφτά και δε δίνω στο σπίτι μου. Τι θαρρείς δηλαδή; Οκτακόσια πενήντα ευρώ είναι ο μισθός μου και δουλεύω απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ! Για βάλτα κάτω λοιπόν. Ένας καφές τη μέρα, μια τυρόπιτα και εισιτήρια. Κάνε το λογαριασμό. Κι από τσιγάρα, ένα πακέτο στο τριήμερο κι εγώ, κι από ’κεί και πέρα τράκα…

- Να δούμε τι θα τρώμε μέχρι το τέλος τού μήνα που ξαναπληρώνεσαι…

- Ωωωωχ, άσε την κλάψα σε παρακαλώ. Έχει ο θεός…  

- Ζήτα μου και τα ρέστα, τώρα! Εσύ μιζεριάζεις! Με το κάντε οικονομία κοιμάσαι με το κάντε οικονομία ξυπνάς. Εγώ έχω θετική σκέψη χρυσέ μου. Θετική…

- Σσσσστ! Ησυχία τώρα. Ξεκινάνε οι ειδήσεις. Σωτηράκη, δυνάμωσε την τηλεόραση παιδί μου.

            «Δικαιολογημένη άνοδο τιμών ανακοίνωσαν πάλι οι βιομηχανίες τροφίμων, αφού ακρίβυναν οι πρώτες ύλες και το πετρέλαιο. Δικαιολογημένα συνεπώς και τα σούπερ μάρκετ, θα μετακυλήσουν την αύξηση στους καταναλωτές. Συνεχίζονται οι απολύσεις σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα. Παραπέρα μείωση μισθών και συντάξεων ανακοίνωσαν η κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Ένωση για να ξεπεραστεί η οικονομική κρίση. Συστήνουν δε, θετική σκέψη στον περήφανο λαό μας, που κάνει τόσες θυσίες όλα αυτά τα χρόνια, για να σωθεί η χώρα. Και ήδη αυτές οι θυσίες πιάνουν τόπο. Η ανταγωνιστικότητα προχωρά με γοργούς ρυθμούς και η ανάκαμψη είναι προ των πυλών! Όχι στα λόγια βέβαια, αλλά στην πράξη, αφού οι μεγάλες επιχειρήσεις παρουσιάζουν πάλι κέρδη ύψους πολλών δισεκατομμυρίων. Γι’ αυτό, ο πρωθυπουργός, σε μια σεμνή τελετή, δέχτηκε τα συγχαρητήρια των βιομηχάνων και των εφοπλιστών τής χώρας. Γάμος τής χρονιάς χαρακτηρίστηκε η ένωση δυο διάσημων ερωτευμένων! Η τριαντάχρονη τραγουδίστρια με το υπέροχο κορμί, παντρεύτηκε χτες τον εκλεκτό δισεκατομμυριούχο τής καρδιάς της, που παρά τα εβδομήντα του χρόνια, αποβιβάστηκε απ’ το προσωπικό του ελικόπτερο σα νά ’ναι έφηβος, όπως βλέπετε στις οθόνες σας! Η γαμήλια τελετή έγινε σε μια πανέμορφη εκκλησία, την επονομαζόμενη και χρυσοντυμένη, εξαιτίας τής χρυσής επένδυσης στο εσωτερικό της. Στη συνέχεια  το νιόπαντρο ζευγάρι μπήκε στη λιμουζίνα του και κατευθύνθηκε προς το μεγάλο πολυτελές γιοτ τού γαμπρού. Εκεί έγινε η δεξίωση του γάμου, όπου παρευρέθησαν όλοι οι εκλεκτοί προσκεκλημένοι. Ευτυχώς, καταφέραμε να έχουμε αρκετές εικόνες! Να, να, ανάμεσα στους καλεσμένους βλέπουμε δυο υπουργούς τής κυβέρνησης, τρεις βουλευτές τής αξιωματικής αντιπολίτευσης, καθώς και τούς καναλάρχες μας. Παρευρέθησαν φυσικά και αντιπροσωπίες τής επίσημης Εκκλησίας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της αμερικάνικης πρεσβείας, καθηγητές και πρυτάνεις πανεπιστημίων, μα και άλλοι πολλοί επιφανείς πολίτες. Σ’ όλα αυτά να προσθέσουμε και τις πολυτελέστατες λιμουζίνες που κορνάροντας συνόδευσαν τους νιόπαντρους μέχρι το λιμάνι. Περιττό δε να πούμε, ότι τα πολυτελή αυτοκίνητα παρέμειναν παρκαρισμένα στο λιμάνι, φρουρούμενα από εκατοντάδες αστυνομικούς. Κι ευτυχώς που υπήρχε αυτή η πρόβλεψη, διότι το λιμάνι ήταν γεμάτο απεργούς λιμενεργάτες και ναυτεργάτες, που με τα μουντζουρωμένα χέρια τους υπήρχε κίνδυνος ν’ ακουμπήσουν καμιά λιμουζίνα και να τη λερώσουν. Η δεξίωση βέβαια έγινε εν πλω, κι όπως ήταν λογικό κατέληξε σε μεγάλη κρουαζιέρα με πρώτο σταθμό το ονειρεμένο νησί των επωνύμων. Και τώρα, οι αθλητικές ειδήσεις. Ιστορικό γκολ έβαλε ο…».

- Αχ, εκεί να πάμε κι εμείς διακοπές αγάπη μου φέτος.

- Α, τι καλά μαμά μου! Θα μου πάρετε όμως και παγωτό.

- Σωτήρη, τρώγε και μη μιλάς. Σου είπα δεν έχουμε λεφτά για παγωτό. Άντρα μου, έχω δει κι ένα μαγιό μούρλια! Ε, δε γίνεται να πάμε σ’ αυτό το νησί και να φοράω το προπέρσινο.

- Άρα θα μου πάρεις και παγωτό.

- Θα σταματήσετε κι οι δυο να δω τ’ αθλητικά, επιτέλους! Νησί των επωνύμων ορέγεται η μια, παγωτό ο άλλος… Με τι λεφτά μωρέ; Άιντε όρνια… Ψωμί δεν έχουμε να φάμε, ραπανάκια για την όρεξη…

            Ο εκνευρισμός τού κυρίου Αφελίδη ήταν καταλυτικός. Βουβαμάρα έπεσε πάλι ανάμεσά τους, μέχρι που τέλειωσαν τ’ αθλητικά κι άρχισαν οι διαφημίσεις. Πρώτη διαφήμιση ένα καινούριο μοντέλο αυτοκινήτου, γνωστής μάρκας και τριών χιλιάδων κυβικών.

- Πωωωω! Κοίτα γυναίκα, αυτό είν’ αμάξι! Χμ, δε μου γλυτώνει! Θα το πάρω!

- Τότε θα μου πάρετε κι εμένα παγωτό;

- Το μυαλό σου στις σπατάλες εσένα. Πω-πω, αμαξάρα! Εικοσιεννιά χιλιάδες ευρώ. Ούτε τριάντα!

- Καλά, και πώς θα το αγοράσεις κύριε σύζυγέ μου; Έχουμε λεφτά και δεν τό ’ξερα;

- Έλα μωρέ, με δόσεις το δίνουν. Διακόσια ευρώ το μήνα. Σιγά τα λεφτά. Ούτε που θα καταλάβουμε πώς θα ξεχρεωθεί. Άντε να πάει με τους τόκους πενήντα χιλιάδες. Τι είναι σήμερα πενήντα χιλιάδες; Τίποτα!

- Τρελάθηκες; Μωρέ ούτε σε τριάντα χρόνια δε θα το έχουμε ξεχρεώσει!

- Αμάν βρε γυναίκα! Την καταστροφή φέρνεις. Λες κι είμαστε άστεγοι κάνεις πια! Σου εξήγησα ότι θα το πάρω με δάνειο. Διακόσια ευρώ το μήνα.

- Μπράβο μπαμπά μου. Τότε θα μου πάρεις και παγωτό;

- Σωτήρη, έχουμε σοβαρή κουβέντα και πάψε να μας διακόπτεις. Ποια διακόσια βρε ονειροπαρμένε; Εδώ για να δώσουμε κάθε μήνα τη δόση τού σπιτιού στην τράπεζα, κόβουμε κι απ’ το φαγητό.  

- Και το παγωτό μαμά. Και το παγωτό κόβουμε. Για δεν το λες;

- Βούλωσ’ το είπα Σωτήρη. Άκου πενήντα χιλιάδες για αμάξι… Ενώ μόνο με τρεις χιλιάδες ευρώ, μπορούμε να κάνουμε άνετα ένα δεκαήμερο διακοπών στο ονειρεμένο νησί των επωνύμων.

- Τι; Και πού θα βρούμε μωρέ τρεις χιλιάδες;

- Απλά, θα πάρουμε διακοποδάνειο.

- Αχ, τι ωραία! Τότε θα μου πάρετε και παγωτό;

- Και πώς θα το ξεχρεώσουμε; Τρελάθηκες; Άκου διακοποδάνειο…

- Δηλαδή δε θα μου πάρετε παγωτό; Με δουλεύετε τόση ώρα. Δεν είσαστε γονείς εσείς! Δε μ’ αγαπάτε!

            Ο Σωτηράκης βάζει τα κλάματα, ο μπαμπάς ρεύεται τις φακές που μάλλον είχαν ξινίσει τόσες μέρες μαγειρεμένες, κι η μαμά μαζεύει τ’ άδεια πιάτα. Έπειτα, σα ρομποτάκια και χωρίς ν’ ανταλλάξουν ούτε ένα καληνύχτα, πάνε στα κρεβάτια τους. Σε λιγότερο από μισή ώρα έχουν παραδοθεί άπαντες σ’ ύπνο ευεργετικό, αλλά κι ο καθείς στη δική του ονειροπαρτίδα.

            Ο κύριος Αφελίδης «οδηγεί» το πολυτελές αμάξι «του» στο κέντρο τής Αθήνας. Το μεταλλικό μαύρο χρώμα του γυαλίζει εκτυφλωτικά κάτω απ’ τον καυτό ήλιο, μα αυτός δεν καίγεται. Δεν τον αγγίζει η τρομερή ζέστη, ούτε η αποπνικτική ατμόσφαιρα. Έχει τα παράθυρα κλειστά και αναμμένο στο φουλ το πανάκριβο αιρκοντίσιον του πανάκριβου αυτοκινήτου του. Οδηγεί αργά και μαρσάρει απαλά, να δώσει την ευκαιρία στους διερχόμενους να τον θαυμάσουν, θαυμάζοντας το απόκτημά του. Ο κόσμος στέκει μ’ ανοιχτό στόμα. «Πω-πω, αμαξάρα! Άμα έχει γούστο ο άνθρωπος…», τον χειροκροτούν υποκλινόμενοι. Και δώστου αυτός να μαρσάρει. Βρουμ, βρουμ, βρουμ…

            Η μαμά «φοράει» το ολοκαίνουριο πανάκριβο μαγιό της και «κολυμπά» στα νερά τού νησιού των επωνύμων. Αναδύεται απ’ τη θάλασσα και κατευθύνεται στο μπαρ τής παραλίας να πιει έναν εξωτικό χυμό με αλκοόλ. Υπουργοί, βουλευτές, βιομήχανοι, εφοπλιστές και καλλιτέχνες με ωραία οπίσθια, την καλωσορίζουν με χειροφιλήματα. Οι γυναίκες δε, την κοιτούν με ζήλεια που δεν κρύβεται, διότι τις επισκιάζει όλες με την ομορφάδα της και το μοναδικό μαγιό της! Όσο για τους δημοσιογράφους, στρέφουν όλες τις κάμερες πάνω της. Όλα τα δελτία ειδήσεων σ’ απευθείας μετάδοση ασχολύνται με την άφιξή της εκεί. «Ευχαριστώ, ευχαριστώ, μα ελάτε αργότερα να σας δώσω συνέντευξη», χαμογελά στους δημοσιογράφους και ξαναβουτά στη θάλασσα. Πλατς, πλουτς, πλατς, πλουτς…


            Ο Σωτηράκης«βρίσκεται» στο προαύλιο του σχολειού του. Στέκει σε μια γωνιά μαζί με καμιά εικοσαριά άλλους συμμαθητές και συμμαθήτριές του. Βλέπουν το γιο και την κόρη τής κυρίας Παραλίδου που τρώνε πάλι δυο πελώρια παγωτά, σε κεσέδες μεγαλύτερους από λεκάνες μπουγάδας. Πώς να κρατηθεί ο Σωτήρης; Άλλωστε, οργανωμένο τό ’χε το έγκλημα και βγάζει απ’ τις τσέπες του δυο χούφτες κουταλάκια. Τα μοιράζει στα γρήγορα στους φίλους και τις φίλες του, που όμοια τρέχανε τα σάλια τους για λίγο παγωτάκι. Τα παιδιά τον κοιτούν με απορία, σα να έλεγαν, «Τι να τα κάνουμε; Δεν έχουμε τίποτα να φάμε». Ο σωτήριος Σωτήρης, τους χαμογελά με νόημα και φωνάζει, ΠΑΜΕ! Αυτό ήταν! Όλα τα παιδάκια τρέξαν και χώσαν τα κουταλάκια τους στα μεγάλα παγωτά των παιδιών τής κυρίας Παραλίδου. «Γλείψανε» ως και τους κεσέδες! Μμμμ-μαμ, μμμ-μαμ, μμμ-μαμ…

Το ξυπνητήρι χτυπά κι όλοι στο πόδι πρωί-πρωί. Ο κύριος Αφελίδης φεύγει για τη δουλειά του και η μαμά βγαίνει στο μπαλκόνι να ποτίσει τα λουλούδια.

Ο Σωτηράκης κρεμά τη σάκα του στον ώμο και κινά για το σχολειό. Ξαφνικά όμως γυρνά πίσω και ορμά στην κουζίνα. Η μάνα του ακούει ένα επαναλαμβανόμενο μεταλλικό θόρυβο και σπεύδει να δει τι συμβαίνει. Ο σωτήριος Σωτηράκης εκείνην την στιγμή κάτι κρύβει στη σάκα του και φεύγει τρέχοντας, μα κυρίως αποφασισμένος!!!

- Σωτηράκηηηηη, πού τα πας παιδί μου τα κουτάλια;


(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)

Πηγή: Revolt

Δεν υπάρχουν σχόλια: