Αναδημοσίευση από enikos
Ο Δημήτρης Μητροπάνος έδωσε την τελευταία του, δημοσιευμένη συνέντευξη στη δημοσιογράφο Κάλλια Καστάνη και το περιοδικό DOWN TOWN, τον περασμένο Ιανουάριο. Σ'αυτή μίλησε για τη ζωή του, τα πέτρινα χρόνια, την πολιτική και το θάνατο....
Λένε πως είναι «ο τελευταίος μεγάλος των λαϊκών» - έτσι αισθάνεται ; Δεν ξέρει, δεν απαντά. Γεννήθηκε στις 2 Απριλίου του ’48 στην Αγία Μονή «μια συνοικία έξω από τα Τρίκαλα, όπου ήμασταν όλοι ίδιοι – οι αριστεροί, οι αποκομμένοι από την κοινωνία. «Μικρή Μόσχα» τη λέγανε τη γειτονιά. Εκεί, λοιπόν τα κάναμε όλα μαζί. Ο,τι μαγείρευε ο δίπλα, έτρωγε και ο από δω. Μαζί στο σχολείο, στη βόλτα, στο ποδόσφαιρο, όλα μαζί».
Παλιά χρόνια, πέτρινα. Φτώχεια, τρομοκρατία και ο χωροφύλακας μες στο σπίτι. Μεγάλωνε με μια μάνα και με μια μεγαλύτερη αδερφή. Πατέρας δεν υπήρχε – νόμιζαν πως είχε σκοτωθεί στο αντάρτικο. «Μέχρι τα δεκάξι μου γραφόμουν «ορφανός» -δεκάξι χρονών έμαθα ότι ζει ο πατέρας μου. Και μάλιστα έβριζα, «ωχ», έλεγα, «θα κάνω δυό χρόνια φαντάρος». Στα εικοσιεννιά μου τον πρωτοείδα. Αμήχανη συνάντηση – ήταν πια ένας ξένος, και ας ήμασταν απέξω ίδιοι. ΄Ιδιοι σου λέω! Αντίγραφο πιστό! Μετά έφυγε, ξαναπαντρεύτηκε, χαθήκαμε. Αλλά με τα παιδιά του είχαμε πάντα καλή σχέση».
Το τραγούδι, λέει ο Μητροπάνος, δεν του το ΄μαθε κανένας. Το ΄μαθε μόνος του από τις καντάδες, στις γειτονιές. Κι από ένα ραδιόφωνο που έπαιζε Τσιτσάνη, Μάρκο και Καζαντζίδη. «Δεν έμαθα ποτέ μουσική, δεν ξέρω μουσική. Δεν ξέρω που γράφεται το ντο, δεν ξέρω κανένα όργανο, δεν ξέρω τίποτα. Μια φορά αποφάσισα να μάθω λίγη κιθάρα, και πήγα στον Γεράσιμο τον Μηλιαρέση, έναν από τους καλύτερους κιθαρίστες. Αυτός όμως το ΄δε να με κάνει Σεγκόβια !«Είναι κρίμα», μου’ λεγε «έχεις καταπληκτικά χέρια, έχεις ταλέντο». Τον χαιρέτησα κι έφυγα. Δεν το ‘χα σκοπό να μάθω, ούτε διάθεση - είχα το σχολείο μου, είχα τόσα πράγματα δεν ήθελα να βάλω κι άλλο μπελά στο κεφάλι μου. Βέβαια, τόσα χρόνια που δουλεύω, με τόσους κιθαρίστες, κάτι θα μπορούσα να ΄χω πιάσει. Ε, τεμπελάκος ήμουνα, τ’ άφησα και πέρασε έτσι το πράγμα….»
Ο ΖΑΜΠΕΤΑΣ, Ο ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΜΙΚΗΣ
Ενας «μεγάλος λαϊκός», που δεν ξέρει να διαβάζει νότες ; Κι όμως υπάρχει. Και είναι ο ο ίδιος που – ειρωνεία !- ομολογεί πως «Δεν ήθελα να γίνω τραγουδιστής – αρχιτέκτονας, αυτό ήταν το όνειρό μου. Από ανάγκη, ξεκίνησα το τραγούδι. ΄Επρεπε να κάνω μια δουλειά για να βοηθήσω την οικογένεια. Να σπουδάσω, έτσι κι αλλιώς μου ήταν απαγορευμένο. Εννιά δέκα χρονών, με φώναξαν στην Ασφάλεια και μου ‘παν «Κοίτα, βρες καμιά τέχνη γιατί για να σπουδάσεις, ξέχασέ το. Ο πατέρας σου ήταν κομμουνιστής, ο θείος σου κομμουνιστής, χαρτί Κοινωνικών Φρονημάτων, δεν θα πάρεις…». Δεν έκλαψα, ούτε θύμωσα. Σκέφτηκα μόνο «εντάξει, θα κάνω ό,τι κάνω, αλλά σ’ αυτό που θα κάνω θα πετύχω για να σας δείξω…». Μετά, κάθε μέρα, πήγαινα, έπαιρνα την Αυγή, την έβαζα παραμάσχαλα, και πέρναγα καμαρωτός έξω από την Ασφάλεια. Σαν να τους έλεγα «αν σας βαστάει, κλείστε με φυλακή ρε!». Πέρασαν χρόνια μέχρι να ερωτευτώ το τραγούδι. Πολλά χρόνια. Εντάξει, από μικρός που ΄μουνα μου ‘λεγαν «τραγουδάς καλά». Μου άρεσε το τραγούδι αλλά για επάγγελμα δεν το ‘θελα. Πότε αποφάσισα πως αυτή θα είναι η δουλειά μου ; Ουου, χρόνια μετά τον πρώτο δίσκο μου – μην σου πω και δέκα χρόνια! ΄Ημουνα όμως και τυχερός στη δισκογραφία μου. Σκέψου, πρώτος δίσκος με τον Ζαμπέτα. Δουλέψαμε τρία χρόνια μαζί, τρία πολύ σημαντικά χρόνια. Ο Ζαμπέτας μου στάθηκε σαν πατέρας. Εκείνος με δίδαξε – πέρα από το τραγούδι- και τη συμπεριφορά απέναντι στο τραγούδι : πώς να αντιμετωπίζω τους συναδέλφους μου, το πάλκο, τα πάντα - πράγματα ουσίας για ένα παιδί δεκαοκτώ χρονών. Σκέψου, όταν πρωτοπήγα να δουλέψω, στα «Ξημερώματα» πήγαινα σχολείο ακόμα. Κάθε βράδυ στις 11.30 μου ‘λεγε «μικρέ τράβα φύγε, κοιμήσου, για να πας το πρωί στο σχολείο». Αν καυγαδίσαμε ποτέ ; Όχι. Το μόνο που μου ‘λεγε ήταν «Πες μου τώρα με τα πολιτικά τι γίνεται – αλλά όχι κουμμουνιστικά ε ; Κανονικά!».
Αν ο Ζαμπέτας ήταν «ο πατέρας», ο Καζαντζίδης ήταν το είδωλό του. Λέει πως πήγε ένα βράδυ να τον δει στην «Τριάνα» του Χειλά, κι έκατσε όλη νύχτα να τον ακούει. ΄Ορθιος. Για να βλέπει καλά. «΄Ετυχε να τον γνωρίσω κιόλας. Ενας φίλος του θείου μου, ήταν φίλος του και συναντηθήκαμε στο σπίτι του, στην Κνωσσού, που έμενε με τη Μαρινέλλα. Αν του τραγούδησα ; Τι να τραγουδήσω! Για να μου δώσει θάρρος ξεκίνησε να τραγουδάει αυτός – χαζός ήμουνα εγώ να τραγουδήσω μετά; Καθόμουνα και τον άκουγα!».
Θυμάται γελώντας πως στα 18 του, που γύριζε την Ελλάδα, για συναυλίες με τον Θεοδωράκη, σταματούσαν στις ταβέρνες να φάνε κι εκείνος έτρεχε κι έβαζε στα τζουκ μποξ ν’ ακούσει Καζαντζίδη – «μα καταλάβαινα εγώ, τότε, τι σήμαινε Μίκης ;» Μερικές φορές, η Ιστορία, γράφεται με κενά, ψιλά γράμματα και ημερομηνίες - υστερόγραφα
«Χειμώνας του ’71. Φαντάρος ήμουνα τότε, στην Αλεξανδρούπολη. Για να μπω στο στούντιο, ζήτησα και πήρα μια τετραήμερη άδεια. Σκέψου πως από τον Άγιο Φεβρουάριο εγώ δεν άκουσα τίποτα. ΄Ηρθα, τραγούδησα, έφυγα και γύρισα άρον άρον στο στρατόπεδα. Κι έτσι βγήκε αυτός ο δίσκος του Μούτση που εγώ θεωρώ πως – μαζί με το «Στου αιώνα την παράγκα» – είναι ένας από τους μεγαλύτερους σταθμούς στην καριέρα μου….»
Η επιτυχία, η καθιέρωση θα ‘ρχόταν μετά, με τα «ερωτικά» λαϊκά του, με τις υπογραφές του Μουσαφίρη, του Παπαβασιλείου. Και μαζί, τα λεφτά, η δόξα, οι γυναίκες. «Αν έκανα αλητείες ; Και βέβαια έκανα ! Και πολλές μάλιστα! ΄Επινα πολύ, ξενύχταγα πολύ – στα πρωινά «μαγαζιά», με τα μπουζούκια ήμουνα ο καλύτερος πελάτης. Τέσσερις το πρωί τέλειωνα τη δουλειά και συνέχιζα - δώδεκα το μεσημέρι πήγαινα για ύπνο. Ναι, έκανα αλητείες, εντάξει. Αλλά τις έκανα για μένα, γιατί το ευχαριστιόμουνα εγώ. Και γυναίκες κυνήγησα και για γυναίκες πόνεσα – δεν νομίζω να υπάρχει κανένας που δεν το ‘κανε. Δεν ξέρω αν μετρούσε το ότι ήμουνα τραγουδιστής, εμένα μια φορά δεν με αφορούσε. Κάποιες φορές το εκμεταλλεύτηκα – μη λέμε και ψέματα – δεν ήταν όμως στόχος μου αυτός. Πιο πολύ με ενδιέφερε ας πούμε, ο Ολυμπιακός, από κάποια άλλα πράγματα…»
Παντρεύτηκε, χώρισε, γύρισε. Ξαναπαντρεύτηκε. Εικοσιπέντε χρόνια τώρα, τα τραγούδια του τα ερωτικά, σε κείνη τα αφιερώνει. «Η Βένια, είναι ο άνθρωπός μου – ο άνθρωπος που μοιράζομαι τη ζωή μου. Την αγαπάω πολύ, με αγαπάει κι εκείνη και ας πέρασε τα πάνδεινα από μένα. Αυτό».
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ
Αρχές των ‘90’s άλλαξε και εταιρεία – έφυγε από την Polygram, πήγε στη ΜINOS. Τότε ξεκίνησε η «έντεχνη» περίοδός του, οι δίσκοι με τον Νικολόπουλο, τον Σπανό, τον Τόκα, τον Μικρούτσικο. Και φέτος με τον Κραουνάκη, δήλωσε πάλι «Εδώ είμαστε», με μια «Κατσαρόλα» που λες και γέμισε μεμιάς με την εποχή της. Νιώθει Αγανακτισμένος ; Εξαπατημένος ;
«Αγανακτισμένος ναι, εξαπατημένος, όχι. Γιατί, μήπως περίμενα τίποτα καλύτερο από τον Γιωργάκη και την παρέα του ; Μπα! Ακόμα χειρότερα περίμενα! Η μήπως τα προβλήματα δημιουργήθηκαν χθες ; Κατ’αρχήν πρέπει να πιάσει κανείς όλους τους ΄Ελληνες, μα όλους, και να τους ρίξει ένα μπερντάχι γενναίο. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες μας μαράνανε βλέπεις – εγώ θεωρώ πως η μεγάλη καταστροφή από κει ξεκίνησε. Κονομήσανε τα λαμόγια, κονομήσανε οι πολυεθνικές, κονομήσανε οι Αθάνατοι που τους διοικούσε ο φασίστας ο Σάμαρανκ και η Ελλάδα τι κέρδισε ; Το ότι έκανε καλούς Αγώνες ; ΄Εκανε όμως και δέκα εκατομμύρια Ελληνες να πεινάνε. Και κανένας δεν το ΄χει αναφέρει ακόμα και μας μιλάνε για την «χρυσή εποχή» του Σημίτη ; Ποια χρυσή εποχή ; Η εγκληματική εποχή Σημίτη να λες. Και από την άλλη έχεις τον Γιωργάκη, που πήγαινε και κάρφωνε τον Καραμανλή στον Πούτιν για να μην γίνει ποτέ ο αγωγός του φυσικού αερίου και τώρα βγαίνει στις τηλεοράσεις και λέει «δεν με νοιάζει η καρέκλα». Μα γι’αυτή την καρέκλα ζει ! Μας λένε «μαζί τα φάγαμε» - καλά, σοβαρολογούμε τώρα ; Ποια φάγαμε, ποιοι ; Οι μεγαλύτεροι απατεώνες είναι οι ίδιοι οι πολιτικοί. Και δεν ντρέπονται, που βγαίνουν στο δρόμο και τους φτύνει ο κόσμος, μόνο βγαίνουν στις τηλεοράσεις και μιλάνε «Ελάτε να σώσουμε την πατρίδα». Τι λέτε ρε ; Ποια πατρίδα ; Εσείς την τσακίσατε την πατρίδα και τώρα εσείς θέλετε να μας σώσετε ; Φοβάμαι πως θα φτάσουμε σε ένα σημείο που θα δούμε να γίνονται άγρια πράγματα. Πιστεύω πως θα χυθεί αίμα. Και το αίμα, δυστυχώς, δεν παίρνει μόνο αυτούς που πρέπει. Παίρνει κι άλλους…»
Για τον εαυτό του δεν φοβάται ; «Για μένα ; Όχι. Τι να φοβηθώ ; Χορτάτος είμαι. Στη ζωή μου και καλά πέρασα και άσχημα πέρασα και «πέρα» πήγα και γύρισα. Όλα τα ΄κανα»
Δηλώνει «πάντα αριστερός και ΚΚΕ». Θρήσκος δεν είναι, ομολογεί όμως πως είδε το «χέρι του Θεού», στη ζωή του. Που ; «Στο θέμα της υγείας μου κατ’αρχήν. ΄Οταν πήγε ο σταφυλόκκοκος στο αίμα και πειράχτηκε το νεφρό μου, όλοι με είχαν για ξεγραμμένο. Χρειάστηκε να πάω στη Γαλλία για να μου πουν πως η μεταμόσχευση ήταν μια υπόθεση ρουτίνας…Είναι όμως κάποιες εξήντα μέρες, στο νοσοκομείο – εκεί στην πρώτη νοσηλεία μου, πριν την επέμβαση – που οποίες δεν υπάρχουν καν στο μυαλό μου. Δεν ήμουν σε κώμα, αλλά δεν γνώριζα, δεν επικοινωνούσα με κανένα, έλεγα περίεργα πράγματα, είχα παραισθήσεις. Είναι σαν να μην τις έζησα ποτέ αυτές τις μέρες - μου τις διηγηθήκανε μετά. Αν συμφιλιώθηκα με την ιδέα του θανάτου ; Δεν ξέρω, δεν κουβέντιασα ποτέ με τον εαυτό μου τέτοια πράγματα, ούτε με απασχόλησαν ποτέ. Ένα γεγονός της ζωής είναι και ο θάνατος. Κάποτε, μοιραία, θα έρθει. Την ανημπόρια δεν θέλω εγώ. Αυτό, φοβάμαι περισσότερο απ’όλα. Αυτό, μόνο».
Λίγο αμήχανα, σαν να απολογείται, μου λέει πως ζει μια «απλή ζωή» - διαβάζει, βλέπει φίλους, κουβεντιάζει με τις κόρες του – την 17χρονη Αναστασία και τη 14χρονη Μυρσίνη, τις «αδυναμίες» του. Γήπεδο και μπάλα, που και που, λίγη τηλεόραση – ειδήσεις κυρίως και ταινίες. Reality και talent shows δε βλέπει. «Αυτά γίνονται για να τα βλέπει ο κόσμος και να γελάει. Πάνε κάτι άσχετοι και κρίνουνε το φόρεμα της τραγουδίστριας, και πως δεν πρέπει να είναι ο τραγουδιστής κοντός, ή χοντρός ή φαλακρός γιατί είναι λέει αντιαισθητικό. Οπα ! Εν αρχή ην η φωνή και μετά πάμε για τα υπόλοιπα. Δεν κατάλαβα δηλαδή πρέπει να είμαστε όλοι Ρουβάδες ; Εντάξει ο Ρουβάς έτυχε να είναι αυτός που είναι και μπράβο του. Πέρα από κει τι γίνεται ;»
Λαϊκό τραγούδι ; Γίνεται ; «Όχι. Το τραγούδι είναι μια σύνθετη υπόθεση, Θέλει παρέα. Αυτή η απομόνωση τώρα, που όλα τα παιδιά έχουν στο σπίτι τους, κομπιούτερ και ηχοσύστημα δεν θα φτιάξει ποτέ λαϊκό τραγούδι. Το λαϊκό τραγούδι δεν είναι κλασική μουσική, θέλει ψυχή, πόνο και μοίρασμα. Αμα διαβάσεις ιστορίες το πως γράφανε οι παλιοί, θα καταλάβεις. Μαζευόντουσαν π.χ. πέντε – έξι, ο Παπαϊωάννου, ο Μπιθικώτσης και λέγανε «σήμερα, θα πάμε στου Τσιτσάνη». Και πηγαίνανε, κάθονταν, τρώγανε, πίνανε, πιάναν τα μπουζούκια τους και σκαρώνανε μελωδίες και στιχάκια. Τώρα ο καθένας ζει μόνος του. Πώς να γίνει το τραγούδι ;»
Σαρανταπέντε χρόνια τραγουδάει. Το συνήθισε ή ακόμα; «Όχι. Και τρακ έχω πριν βγω στην πίστα– δε φεύγει αυτό. Ποτέ. Θυμάμαι, μια φορά είχε έρθει στο κέντρο ο Μπιθικώτσης να με δει και έκατσε πρώτο τραπέζι φάτσα κάρτα. Τρέμανε τα πόδια μου εμένα – και ήμουνα και πενήντα χρονών, δεν ήμουνα κανά παιδάκι. Αλλά εντάξει…Ηταν ο Μπιθικώτσης! Να, τέτοια τρακ έχω. Αν μου έχει περάσει από το μυαλό να αποσυρθώ ; Βεβαίως ! Πάντα έλεγα «σε πέντε χρόνια θα σταματήσω το τραγούδι»….»
Και μετά; Όταν θα πέσει η αυλαία ; Πως θα ήθελε να τον θυμούνται τότε ; «Σαν έναν κανονικό άνθρωπο, ο οποίος έκανε αυτή τη δουλειά. Και την έκανε καλά»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου