Κόκκινη κλωστή δεμένη
στην ανέμη τυλιγμένη
δωσ' της κλωτσο να γυρίσει
παραμύθι να αρχινίσει...
Μια φορά κι έναν καιρό που λέτε παιδιά (μικρά και μεγάλα) η κυρά-Μάρω είχε βρεθεί σε πολύ μεγάλα ζόρια. Πεινούσε και μάλιστα πολύ. 'Eκανε βόλτες στο δάσος για να βρει να φάει κάτι, αλλά μάταιος κόπος . Τα μικρά ζώα του δάσους κρύφτηκαν όλα στις φωλιές τους. Βλέπετε είχαν μάθει τα κόλπα της κυρά-Μάρως και κρύβονταν γρήγορα.
Απελπισμένη λοιπόν βρέθηκε στην άκρη του δάσους. Το μάτι της το πονηρό είδε πίσω από ένα θάμνο
μια τρύπα. Πλησίασε και διαπίστωσε ότι ήταν μια φωλιά. Κοίταξε καλύτερα και είδε πως μέσα ήταν 4 μικρά λαγουδάκια. Ενθουσίαστηκε. Σκέφτηκε πως ήταν μοναδική ευκαιρία να γεμίσει το άδειο στομάχι της. Προσπάθησε με μελιστάλαχτη φωνή να πείσει τα λαγουδάκια να βγουν από τη φωλιά τους να παίξουν...να τους δώσει δωράκια.... άδικος κόπος. Τα λαγουδάκια υποψιασμένα δεν έλεγαν να ξεγελαστούν. Απελπισμένη λοιπόν είπε να παίξει το τελευταίο της χαρτί. Άρχισε να βογγάει, να παραπατάει , να φωνάζει "πεθαίνω" και...σωριάζεται κάτω ακίνητη. Τη στιγμή εκείνη βγάζει το κεφαλάκι του από την τρύπα ένα λαγουδάκι και λέει:
Απελπισμένη λοιπόν βρέθηκε στην άκρη του δάσους. Το μάτι της το πονηρό είδε πίσω από ένα θάμνο
μια τρύπα. Πλησίασε και διαπίστωσε ότι ήταν μια φωλιά. Κοίταξε καλύτερα και είδε πως μέσα ήταν 4 μικρά λαγουδάκια. Ενθουσίαστηκε. Σκέφτηκε πως ήταν μοναδική ευκαιρία να γεμίσει το άδειο στομάχι της. Προσπάθησε με μελιστάλαχτη φωνή να πείσει τα λαγουδάκια να βγουν από τη φωλιά τους να παίξουν...να τους δώσει δωράκια.... άδικος κόπος. Τα λαγουδάκια υποψιασμένα δεν έλεγαν να ξεγελαστούν. Απελπισμένη λοιπόν είπε να παίξει το τελευταίο της χαρτί. Άρχισε να βογγάει, να παραπατάει , να φωνάζει "πεθαίνω" και...σωριάζεται κάτω ακίνητη. Τη στιγμή εκείνη βγάζει το κεφαλάκι του από την τρύπα ένα λαγουδάκι και λέει:
" Και κρεμασμένη ανάποδα να σε δω δε σε πιστεύω"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου